Ξηρό Σύκο: Ένα Φρούτο «Κόσμημα» Από τη Στερεά Ελλάδα

Του Στάθη Μηλιώτη, Συν-ιδρυτή της Askada Farm

Μπορεί το σύκο να είναι ένα από τα πιο κλασσικά καλοκαιρινά φρούτα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά ειδικά για τη Στερεά Ελλάδα κατέχει μια δεσπόζουσα θέση ως ένα από τα πιο εμβληματικά της προϊόντα. Αυτό γιατί η Περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας έχει το προνόμιο να διαθέτει δύο ΠΟΠ προϊόντα σύκου διεθνώς καταξιωμένα, τα οποία καλλιεργούνται στο όμορφο νησί της Εύβοιας.

Τα Σύκα Κύμης ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά προϊόντα που χαρακτηρίστηκαν ως ΠΟΠ (Προστατευμένη Ονομασία Προέλευσης) από την ΕΕ τον Ιούνιο του 1996. Η Κύμη και τα γύρω χωριά της φημίζονται για τον παραδοσιακό τρόπο αποξήρανσης των σύκων, τις λεγόμενες «ασκάδες», όπου δύο ισομεγέθη σύκα ενώνονται-«παντρεύονται» μαζί.

Αρκετά βορειότερα στο άνω άκρο του νησιού συναντάμε τα Σύκα Ταξιάρχη ΠΟΠ μέσα από τη συστηματική καλλιέργεια συκεώνων όπως αυτή ξεκίνησε από τους πρόσφυγες του 1922 και συνεχίζεται αδιάκοπα και εντατικά από τους κατοίκους και των γύρω χωριών.

Στην αγορά κυκλοφορούν δύο τύποι αποξηραμένων σύκων: α) ο φυσικός τύπος που έχει χρώμα ανοιχτό καφέ και ο β) ο λευκασμένος τύπος που παράγεται αφού ο καρπός υποστεί θείωση με διοξείδιο του θείου  πριν την αποξήρανση, με αποτέλεσμα ο φλοιός να  λευκαίνεται και να αποκτά όξινη γεύση.

Τα αποξηραμένα σύκα αποτελούν συστατικό της διατροφής των Ελλήνων από την Αρχαία Ελλάδα. Συκιές συναντώνται παντού στη Μεσόγειο από τα προϊστορικά έτη και πληθώρα αναφορών υπάρχει για το δέντρο της συκιάς και τους καρπούς της σε αρχαία κείμενα. Ξακουστά ήταν τα σύκα της Αττικής και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ένας από τους βασικούς λόγους της εκστρατείας του βασιλιά της Περσίας Ξέρξη, ήταν η κατάκτηση της Αττικής, ώστε να έχει την δυνατότητα να τρώει όχι μόνο αποξηραμένα αλλά και νωπά σύκα. Παράλληλα, κατά περιόδους, απαγορεύονταν οι εξαγωγές σύκων από την Αττική και εδώ συναντάμε διάφορες εκδοχές για την λέξη «συκοφάντης».

Ας παραθέσουμε αυτά που σημειώνει ο Νίκος Σαραντάκος και έχουν ενδιαφέρον: «ο συκοφάντης ως λέξη προέρχεται από το σύκο και το ρήμα φαίνω, φανερώνω, δεν έχει ακόμη βρεθεί πειστική και αναντίρρητη εξήγηση για ποιο λόγο ονομάστηκαν έτσι όσοι κατηγορούν ψευδώς τους γύρω τους. Απορία για την προέλευση της λέξης είχαν εκφράσει ήδη οι αρχαίοι και ο Ζηνόδωρος, γραμματικός του 2ου αιώνα π.Χ. ήταν ο πρώτος που βρέθηκε σε ετυμολογικό δίλημμα και προτίμησε να παραθέσει δυο εκδοχές αν και φαίνεται να προτιμάει την πρώτη. Λοιπόν, σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή του Ζηνόδωρου, επειδή οι Αθηναίοι αγαπούσαν πολύ τα σύκα, υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν στους αγρούς και έβλεπαν αν ωρίμασαν τα σύκα· κι όποιος έφερνε πρώτος την είδηση ότι τα σύκα της χρονιάς είχαν ωριμάσει, αυτός ονομαζόταν αρχικά συκοσκόπος και αργότερα συκοφάντης· και από εκεί μεταφορικά απεκλήθη συκοφάντης όποιος έχωνε τη μύτη του στην ιδιωτική ζωή των άλλων, όπως πριν ανασκάλευε τα κλαδιά της συκιάς για να δει αν ωρίμασε ο καρπός της. Η δεύτερη εκδοχή του Ζηνόδωρου είναι αυτή που πολλοί από εμάς ακούσαμε στο σχολείο. Κάποτε είχε πέσει λιμός στην Αθήνα, λέει ο Ζηνόδωρος, και ο δήμος ενέκρινε ψήφισμα που απαγόρευε την εξαγωγή σύκων· όποιοι κατάγγελναν άλλους ψευδώς ότι εξάγουν σύκα, ονομάστηκαν συκοφάντες. Οἱ δὲ λέγουσιν ὅτι λιμοῦ γενομένου ἐν Ἀθήναις ψήφισμα ἐγένετο μὴ ἐκφέρειν σῦκα· ἐπιτηροῦντες οὖν τινὲς ἐκφέροντα σῦκα διέβαλλον, καὶ παρὰ τὸ περὶ σύκων φάναι, συκοφάντης ὁ ψευδῶς περὶ σύκων φαίνων».

Η πλούσια διατροφική αξία του σύκου περιλαμβάνει υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, ασβέστιο, φώσφορο και σίδηρο. Σε συνδυασμό με την απαράμιλλη γεύση του καθίσταται ως ένα από τα πιο αγαπημένα φρούτα πολλών ανθρώπων είτε σε νωπή είτε σε αποξηραμένη μορφή.

Ταυτόχρονα η εμπορική του αξία είναι σταθερά ανοδική σε όλες τις παραγωγικές περιοχές και αυτό οφείλεται τόσο στις νέες εταιρικές ταυτότητες που εμφανίστηκαν με σύγχρονο packaging όσο και στην απόκτηση της θέσης που του αξίζει, μέσω του κατάλληλου marketing, ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας ισορροπημένης μεσογειακής διατροφής.

Στην Ελλάδα παρότι τα στοιχεία παραγωγής που διαθέτουμε είναι απογοητευτικά σε σχέση με το παρελθόν. Εντούτοις τα τελευταία χρόνια συνεχείς είναι οι νέες φυτεύσεις συκιών που πραγματοποιούνται από παραγωγούς. Προπολεμικά το σύκο ήταν ένα από τα δυνατά εξαγώγιμα προϊόντα πίσω από τη σταφίδα και αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. Άστοχες όμως διαχρονικές πολιτικές οδήγησαν στη συρρίκνωση της παραγωγικής δυνατότητας και βάσης με χαρακτηριστικό παράδειγμα το νομό Μεσσηνίας όπου από τους τουλάχιστον 10.000 τόνους που παράγονταν τη δεκαετία του ’30 έφτασε τη δεκαετία του ’90 στους 5.000 τόνους.

Βάσει των τελευταίων στοιχείων που διαθέτουμε από τη Στατιστική υπηρεσία, το 2016, τα συκόδενδρα πανελλαδικά ανέρχονταν σε 1,9 εκατ., εκ των οποίων τα 1,36 εκ. για ξηρά σύκα. Η παραγωγή νωπού σύκου ήταν 9,5 χιλιάδες τόνους και η αντίστοιχη σε ξηρό 12,8 χιλιάδες τόνους περίπου. Ο νομός Ευβοίας καταλαμβάνει τη πρώτη θέση στη παραγωγή ξηρού σύκου με 5,7 χιλιάδες τόνους ενώ ο νομός Μεσσηνίας τη δεύτερη θέση με 4,6 χιλιάδες. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των ποσοτήτων διακινείται σε τρίτες χώρες ή στην ΕΕ. Επιπρόσθετα ένα επιπλέον στατιστικό στοιχείο είναι ότι η Ελλάδα συνεχώς υποχωρεί στη λίστα που δημοσιεύει ο FAO (Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων) και από τις πρώτες θέσεις που κατείχε παλαιότερα, τα τελευταία στοιχεία του 2017 την κατατάσσουν στην 15η θέση, με την Τουρκία(306 χιλιάδες τόνους) και την Αίγυπτο (177 χιλιάδες τόνους) να κατέχουν τις δύο πρώτες θέσεις.

Από στρατηγικής άποψης εμφανίζεται πολύ δύσκολο έως αδύνατο η Ελλάδα να μπορέσει να παράξει τόσο μεγάλες ποσότητες μεσοπρόθεσμα σε σχέση με τις ανταγωνίστριες μεσογειακές χώρες. Διαθέτει όμως αδιαμφισβήτητα συγκριτικό πλεονέκτημα στη ποιότητα. Ποιότητα στο τελικό προϊόν, στη συσκευασία, στις χημικές αναλύσεις και την διατροφική αξία. Και η ποιότητα βρίσκει πάντα τη θέση της στο κατάλληλο ράφι όταν μια αλληλουχία πραγμάτων πραγματοποιούνται. Από το κατάλληλο marketing και την ορθή επιλογή εισαγωγέα ή διανομέα, την ασκούμενη εμπορική πολιτική μέχρι τις συνέργειες και τις συμπράξεις σε κάθε επίπεδο της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Χρέος όλων μας, λοιπόν, παραγωγών, φορέων, αλλά και των ίδιων των καταναλωτών με τις σωστές διατροφικές μας επιλογές είναι να εξασφαλίσουμε ότι αυτό το φρούτο «κόσμημα» της Στερεάς Ελλάδας θα εξακολουθήσει να «λάμπει» και στις δεκαετίες που έρχονται.

Facebook
Twitter
LinkedIn